- κητῶδες
- κητώδηςcetaceousmasc/fem voc sgκητώδηςcetaceousneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βελούζα — Κητώδες θηλαστικό με δέρμα λευκό. Ζει στις αρκτικές θάλασσες. Το κρέας και το λάδι που εξάγεται από τη β. είναι φαγώσιμα. Τo σώμα του έχει μήκος από 3 έως 6 μ. Τo επιστημονικό του όνομα είναι δελφίν ο κοινός (delpinoptera lencas). Λέγεται επίσης… … Dictionary of Greek
κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… … Dictionary of Greek
δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… … Dictionary of Greek
δελφινάπτερος — ο κητώδες Θηλαστικό τής οικογένειας τών δελφιναπτερίδων … Dictionary of Greek